επατρεμώ

επατρεμώ
ἐπατρεμῶ, -έω (Α)
μένω ατάραχος, ακίνητος, ήσυχος μετά από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ατρεμώ «μένω ήσυχος, ακίνητος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”